- χλευαστικούς
- χλευαστικόςderisorymasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερτομώ — κερτομῶ, έω (ΑΜ) κεντώ την καρδιά κάποιου με χλευαστικούς λόγους, πικραίνω, περιπαίζω, πειράζω, σκώπτω κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῑν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ. β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῑν ἡμᾱς τόδ αὖθις», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek